- Τραχέος
- Τραχίςthe people of T.fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχέος — τρᾱχέος , τραχύς jagged masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
острыи — (58) пр. 1.Имеющий острый, сильно отточенный край, ребро: бь˫аше ст҃ѹю ѡстрымь камениѥмь. ПрЛ 1282, 17г; и черепы острыми стръгаша ˫а. Там же, 126б; по семь положиш(а) и на остры(х) черепина(х). ПрЮр XIV2, 37а; ра(д)iсѧ кнѧземъ нашимъ высоки… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακτσέ — το τουρκική ονομασία τής αργυρής οθωμανικής νομισματικής μονάδας. Από τους Ευρωπαίους συγγραφείς, ο όρος ακτσέ αποδόθηκε γενικότερα ως aspre ή asper από την ελληνική λέξη άσπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικό < λέξη τουρκική, υποκορ. τής λ. ak «άσπρος».… … Dictionary of Greek